ὑψαύχην — carrying the neck high masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α βλ. υψαύχενος … Dictionary of Greek
ὑψαύχενας — ὑψαύχην carrying the neck high masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψαύχενες — ὑψαύχην carrying the neck high masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψαύχενι — ὑψαύχην carrying the neck high masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψαύχεσι — ὑψαύχην carrying the neck high masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψαύχεσιν — ὑψαύχην carrying the neck high masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
κορωνός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά των Λαπιθών Καινέα και ένας από τους Αργοναύτες. Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον Πείριθο, έδιωξαν τους Κενταύρους από το Πήλιο. Σκοτώθηκε από τον Ηρακλή. 2. Γιος του Απόλλωνα και της… … Dictionary of Greek
υψαυχένιος — ον, Α [ὑψαύχην, ενος] υψαύχενος … Dictionary of Greek
υψαυχενία — ἡ, Α [ὑψαύχην, ενος] έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek